τα έξοδα

  • 41Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ζαφειρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Ναυπακτία. Πολέμησε στην Αλαμάνα, στη Γραβιά, στον Πέτα, στο Μακρυνόρος, στο Μεσολόγγι, στην Άμπλιανη κ.α. Το 1824 προήχθη σε ταξίαρχο. 2. Αναγνώστης ή Τσιγγέλης. Οπλαρχηγός από την… …

    Dictionary of Greek

  • 43Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 44ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …

    Dictionary of Greek

  • 45Χατζημιχάλης, Νταλιάνης — (1775 – 1828). Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Πολύ νέος πήγε στην Ιταλία για να συμπληρώσει τις σπουδές του και μετά εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο καπνών από το οποίο αποκόμισε σημαντική περιουσία. Μυήθηκε στη Φιλική… …

    Dictionary of Greek

  • 46εκδοτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκδοση ή τον εκδότη: Εκδοτικά έξοδα. 2. που έχει ως έργο του την έκδοση εντύπων (βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων κτλ.): Εκδοτικός οίκος. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκδοτικά τα έξοδα εκτύπωσης, η εκδοτική δαπάνη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 47ἐξοδᾶν — ἐξοδάω sell pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξοδάω sell pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξοδάω sell pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐξοδᾶ̱ν , ἐξοδάω sell pres inf act (epic doric) ἐξοδάω sell pres inf act (attic …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 48Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 49Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 50ΦΑΣ — Ν άκλ. (αρκτικόλεξο) εμπορικός όρος που δηλώνει την πώληση ενός εμπορεύματος στην τιμή τού οποίου περιλαμβάνονται η αξία του και όλα τα τυχόν έξοδα μέχρι την παράδοσή του στην προκυμαία και κοντά στο πλοίο που θα υποδείξει ο αγοραστής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek