τα έξοδα

  • 21λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …

    Dictionary of Greek

  • 22λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 23λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 24μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 25μεταφορικός — ή, ό (Α μεταφορικός, ή, όν) [μεταφορά] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο») 2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 26οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 27πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… …

    Dictionary of Greek

  • 28παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… …

    Dictionary of Greek

  • 29πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 30σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …

    Dictionary of Greek