τα έξοδα

  • 111θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …

    Dictionary of Greek

  • 112θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 113ισολογίζω — καταγράφω τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά συγκρίνω, κάνω ισολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. saldare. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 114ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… …

    Dictionary of Greek

  • 115κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …

    Dictionary of Greek

  • 116κέρκιστρα — κέρκιστρα, τὰ (Α) [κερκίζω] τα έξοδα ύφανσης, τα υφαντικά …

    Dictionary of Greek

  • 117κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 118κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …

    Dictionary of Greek

  • 119καλλιεργητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιέργεια (α.. «καλλιεργητικά εργαλεία» β. «καλλιεργητικά δάνεια») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλλιεργητικά τα έξοδα που απαιτούνται για την καλλιέργεια κάποιας έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργητής.… …

    Dictionary of Greek

  • 120καπνεργατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους καπνεργάτες ή στην κατεργασία τών καπνών («καπνεργατικό ζήτημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνεργατικά τα έξοδα τής κατεργασίας τών καπνών …

    Dictionary of Greek