τα (της θεοτόκου)

  • 1Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… …

    Dictionary of Greek

  • 2Ευαγγελισμός της Θεοτόκου — Βλ. λ. Παναγία …

    Dictionary of Greek

  • 3Γενεσίου Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο της Αίγινας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Τιμάται και στο όνομα του αγίου Χριστόφορου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αττικής, κοντά στις Αχαρνές (Μενίδι).… …

    Dictionary of Greek

  • 4Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… …

    Dictionary of Greek

  • 5Εισοδίων Θεοτόκου, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Μολίστας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 12o αι. ή πριν από το 1672, αλλά το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1819, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του καθολικού. Μεταξύ των κειμηλίων του περιλαμβάνονται… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην …

    Dictionary of Greek

  • 7θεομητορικές γιορτές — Χριστιανικές γιορτές που είναι αφιερωμένες στη Θεοτόκο Μαρία (Θεομήτορα). Καθιερώθηκαν από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τονίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τους χριστιανούς το πρόσωπο της… …

    Dictionary of Greek

  • 8Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …

    Dictionary of Greek

  • 9κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 10Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …

    Dictionary of Greek