ταῴ
1ταῴ — ταῴ̆ , ταώς peacock masc dat sg ταῴ̆ , ταώς peacock masc nom pl ταῴ̆ , ταώς peacock masc nom pl (attic epic ionic) ταῴ̆ , ταώς peacock masc dat sg (attic epic ionic) …
2ταώ — ταώ̆ , ταώς peacock masc gen sg ταώ̆ , ταώς peacock masc gen sg (attic epic ionic) …
3ταῶ — ταώς peacock masc dat sg …
4ταώς — ταώ̆ς , ταώς peacock masc acc pl ταώ̆ς , ταώς peacock masc nom sg ταώ̆ς , ταώς peacock masc acc pl (attic epic ionic) ταώ̆ς , ταώς peacock masc nom sg (attic epic ionic) …
5ταών — ταώ̆ν , ταώς peacock masc acc sg ταώ̆ν , ταώς peacock masc acc sg (attic epic ionic) τᾱών , ταώς peacock masc nom/voc sg …
6ιτάω — ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση τού ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. τάω (πρβλ. οπ τάω, ώ)] …
7μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …
8ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …
9тать — м., род. п. татя вор, грабитель , увелич. татище, откуда фам. Татищев, др. русск. тать, ст. слав. тать κλέπτης (Остром., Супр.), сербохорв. та̑т, род. п. та̏та, словен. tȃt, род. п. tа̑tа, tatû. Праслав. основа на i, родственная др. ирл. tāid м …
10TYSDRUM — oppid. Africae mediterraneum, apud quod Gordianum, cum filio, ab omnibus Afris Augustum appellarum, habet in Maximinis Capitolinus, c. 14. Herodianus, Θύςτρον vocat, melius Thysdrus, quasi dicas Ο᾿ρνεόπολις, vel Ταῶ πόλις, sive Κώμη, Salmas. dict …