ταῴ
11αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …
12αερτάζω — ἀερτάζω (επαυξημένος επικός τύπος τού ἀείρω Ι) (AM) σηκώνω ψηλά, υψώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἀ(F)ερτάζω και ἀ(F)ερ τάω είναι παρεκτεταμένα ρηματικά παράγωγα τού ἀείρω Ι πρβλ. και ρ. ἀρτάω (ἀναρτάω, ἐξαρτάω κ.λπ.), μεταρρηματικό επίσης τύπο τού ἀείρω Ι) …
13οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω …
14σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …
15τευτάζω — και δ.τ. τευτάσσω Α 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών… …
16τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… …
17φθατέω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθάνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ …
18φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …
19Θυσιαστήριο — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών Κανόνα, Σκορπιού, Τηλεσκόπιου, Ταώ και Νοτίου Τριγώνου. Ο Άρατος τον ονόμαζε Θυτήριον και ο Πτολεμαίος Θυμιατήριον. Ονομάζεται επίσης Βωμός. Ο λαμπρότερος αστέρας… …
20Λούπερκος — (3ος αι. μ.Χ.). Φιλόλογος από τη Βηρυτό. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω στο 270 μ.Χ. Οι σύγχρονοί του τον αναφέρουν με σεβασμό, μολονότι πολλοί αγνοούσαν τα έργα του. Έγραψε Περί του (φορίου) αν εις τρία βιβλία, Περί της καρίδος, Περί του… …