ταῖς κατὰ θάλασσαν ἐργασίαις

  • 1προσπάσχω — ΜΑ 1. συμπάσχω, συμπονώ 2. είμαι εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή νιώθω σφοδρή επιθυμία για κάτι («ταῑς κατά θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.) αρχ. 1. υποφέρω κάτι ακόμη («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.) 2. συγκινούμαι… …

    Dictionary of Greek