ταὐτόν (ταὐτό

  • 1ταυτό(ν) — το, ΝΑ, και ιων. τ. τωυτό Α [κράση αντί τὸ αὐτό(ν)] εντελώς το ίδιο («είναι ένα και ταυτό») νεοελλ. φρ. (λόγιος τ.) «ταυτόν ειπείν» σαν να λέμε, με άλλα λόγια …

    Dictionary of Greek