ταὐτοῦ
1ταυτοῦ — ταυτόομαι pres imperat mp 2nd sg ταυτόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ταυτόω pres imperat mp 2nd sg ταυτόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
2ταὐτοῦ — ταὐτός identical masc/neut gen sg …
3Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4из одного дерева икона и лопата — (иноск.) из каждого предмета можно сделать и хорошее и дурное Ср. άφ ένός ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Имп. Василий II о неравенстве братьев. Ср. έκ ταύτού ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Planud. 38. Ср. έκ παντός ξύλου κλώος γένοιτ άν καί θεός. Из… …
5Из одного дерева икона и лопата — Изъ одного дерева икона и лопата (иноск.) изъ каждаго предмета можно сдѣлать и хорошее и дурное. Ср. ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Имп. Василій II о неравенствѣ братьевъ. Ср. ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Planud. 38. Ср. ἐκ παντὸς …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Timeo (diálogo) — Para otros usos de este término, véase Timeo (desambiguación). Platón y Aristóteles en La escuela de Atenas, pintura de Rafael. Platón está sosteniendo el Timeo. Aristóteles sostiene una copia de su Ética a Nicómaco. El Timeo es un diálog …
7επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… …
8μέθεξη — η (Α μέθεξις, εως) 1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῡ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.) 2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών… …
9ξαργιτού — και αξαργιτού (ιδιωμ. τ.) επίρρ. σκόπιμα, επίτηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάργου, κατά τη φρ. ἐπί ταυτοῦ] …
10πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …