ταχίων

  • 1ταχίων — τάχιον, ΜΑ (συγκριτ. τ.) βλ. ταχύς …

    Dictionary of Greek

  • 2ταχίων — τάχος swiftness neut gen pl (doric) ταχύς swift masc/neut gen pl (doric) ταχί̱ων , ταχύς swift masc/fem nom comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …

    Dictionary of Greek