ταυτ'
1ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …
2ταυτ' — ταυτί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl ταυταί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …
3ταὐτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …
4ταὔτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …
5ταὖτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …
6ταῦτ' — ταῦτα , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …
7ταύτ' — ταύτᾱͅ , οὗτος this fem dat sg (doric aeolic) …
8ταυταληθής — ές, Μ (για τον Χριστό) ο απόλυτα αληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἀληθής] …
9ταυτεμφερής — ές, Μ ακριβώς όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἐμφερής «όμοιος»] …
10ταυτοβούλητος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια βούληση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + βούλητος (< βούλομαι)] …