ταρῑχεύω
1ταριχεύω — ταριχεύω, ταρίχευσα και ταρίχεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …
2ταριχεύω — ταρῑχεύω , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres subj act 1st sg ταρῑχεύω , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres ind act 1st sg …
3ταριχεύω — ΝΜΑ [τάριχος] 1. αποτρέπω τη σήψη νεκρών ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσαμώνω 2. (σχετικά με τρόφιμα) διατηρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα με αλάτισμα, κάπνιμα ή ξήρανση στον αέρα αρχ. 1. (σχετικά με ξύλο) κάνω… …
4ταριχεύω — ταρίχευσα, ταριχεύτηκα, ταριχευμένος 1. διατηρώ άσηπτα κρέατα, ψάρια κτλ. με αλάτισμα, κάπνισμα. 2. προφυλάγω πτώματα από τη σήψη με ειδικά φάρμακα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προτεταριχευμένα — προτεταρῑχευμένα , πρό ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp neut nom/voc/acc pl προτεταρῑχευμένᾱ , πρό ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp fem nom/voc/acc dual προτεταρῑχευμένᾱ , πρό ταριχεύω… …
6τεταριχευμένα — τεταρῑχευμένα , ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp neut nom/voc/acc pl τεταρῑχευμένᾱ , ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp fem nom/voc/acc dual τεταρῑχευμένᾱ , ταριχεύω preserve the body by… …
7προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …
8συνταριχευθέντα — συνταρῑχευθέντα , σύν ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass neut nom/voc/acc pl συνταρῑχευθέντα , σύν ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass masc acc sg …
9ταριχευθέντα — ταρῑχευθέντα , ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass neut nom/voc/acc pl ταρῑχευθέντα , ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass masc acc sg …
10ταριχευομένων — ταρῑχευομένων , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp fem gen pl ταρῑχευομένων , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp masc/neut gen pl …