ταράσσεται

  • 1ταράσσεται — ταράσσω stir pres ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …

    Dictionary of Greek

  • 3αειτάραχος — η, ο και ος, ο (Μ ἀειτάραχος, ον) αυτός που ταράσσεται διαρκώς («αειτάραχος θάλασσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ταραχή] …

    Dictionary of Greek

  • 4ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία …

    Dictionary of Greek

  • 5ακύμαντος — η, ο (Α ἀκύμαντος, ον) [κυμαίνω] (για θάλασσα, ποταμό κ.λπ.) αυτός που δεν ταράσσεται από κύματα, ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. ήσυχος, ήρεμος 2. (για τιμές, προϊόντα κ.λπ.) αυτός που δεν υφίσταται διακυμάνσεις αρχ. αυτός που δεν τόν χτυπούν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 6ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 7ευτάρακτος — εὐτάρακτος, ον (Α) αυτός που ταράσσεται, που θορυβείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρακτός (< ταράσσω] …

    Dictionary of Greek

  • 8καταπλήξ — καταπλήξ, ήγος, ὁ, ἡ (AM) μσν. χτυπημένος αρχ. 1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος 2. υπερβολικά ντροπαλός 3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος 4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 9μαίνη — Βυζαντινό φρούριο στο Ταίναρο της Μάνης, που χτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στο ακρωτήριο Τηγάνι, κοντά στον όρμο Μέζαπος. Από το φρούριο αυτό πήρε την ονομασία της και η πρώτη χριστιανική επισκοπή του Ταινάρου, η λεγόμενη… …

    Dictionary of Greek

  • 10πολυστασίαστος — ον, Α αυτός που ταράσσεται πολύ ένεκα επαναστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στασιάζω] …

    Dictionary of Greek