ταρσῶν

  • 1Ταρσῶν — Ταρσός frame of wicker work masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ταρσῶν — ταρσός frame of wicker work masc gen pl ταρσόω provide with a pres part act masc voc sg (doric aeolic) ταρσόω provide with a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ταρσόω provide with a pres part act masc nom sg ταρσόω provide with a… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …

    Dictionary of Greek

  • 4σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 5στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 …

    Dictionary of Greek

  • 6τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …

    Dictionary of Greek

  • 7κουφογερακίνα — Κοινή ονομασία ημερόβιων αρπακτικών ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας accipitridae. Η κοινή κ. (Buteo buteo) –διαδεδομένη στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε περιοχές της Ασίας– έχει άνοιγμα πτερύγων περίπου 1,30 μ. και μήκος 55 60 εκ. μαζί… …

    Dictionary of Greek