ταριχοπώλης
1ταριχοπώλης — ταρῑχοπώλης , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom sg ταρῑχοπώλης , ταριχοπωλέω sell salt fish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2ταριχοπώλης — ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πώλης*] …
3ταριχοπωλώ — έω, Α [ταριχοπώλης] πουλώ παστά ψάρια, είμαι ταριχοπώλης* …
4ταριχοπώλας — ταρῑχοπώλᾱς , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc acc pl ταρῑχοπώλᾱς , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom sg (epic doric aeolic) …
5-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …
6ταριχέμπορος — ον, ΜΑ έμπορος παστών ψαριών, ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ἔμπορος] …
7ταριχηγός — ὁ, Α ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ ηγός] …
8ταριχοπώλιον — και ταριχοπωλεῑον, τὸ, Α [ταριχοπώλης] χώρος πώλησης παστών ψαριών …
9ωραιοπώλης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που πουλάει φρέσκα φρούτα 2. «ταριχοπώλης» 3. «ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πώλης*] …
10ταριχοπῶλαι — ταρῑχοπῶλαι , ταριχοπώλης dealer in salt fish masc nom/voc pl …
- 1
- 2