ταριχεία
1ταριχεία — ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc/acc dual ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ταριχείᾳ — ταρῑχείᾱͅ , ταριχεία fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… …
4ταριχείας — ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem acc pl ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ζωοταριχεία — η η τέχνη τής ταριχεύσεως ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχεία (< ταριχεύω)] …
7ταριχειῶν — ταρῑχειῶν , ταριχεία fem gen pl …
8ταριχεῖαι — ταρῑχεῖαι , ταριχεία fem nom/voc pl …
9ταριχείαις — ταρῑχείαις , ταριχεία fem dat pl …
10ταριχείαν — ταρῑχείᾱν , ταριχεία fem acc sg (attic doric aeolic) …