ταραχῇ
1ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …
2ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …
4ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …
6ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl …
7ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl …
8ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) …
9ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …
10ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …