ταραχῇ
91διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …
92δυσχείμερος — δυσχείμερος, ον (AM) 1. ο εκτεθειμένος σε βαρύ χειμώνα ή σε σφοδρό άνεμο, ο πολύ ψυχρός 2. αυτός που δύσκολα υποφέρει το κρύο μσν. (για τον έρωτα) αυτός που φέρνει ταραχή, αναστάτωση …
93εκθορυβώ — ἐκθορυβῶ ( έω) (Α) προκαλώ ταραχή, τρομάζω …
94ελαφιάζω — αλαφιάζω, προκαλώ ξαφνικά φόβο ή ταραχή …
95ενσαλεύω — ἐνσαλεύω (AM) [σαλεύω] προκαλώ σάλο, ταραχή στο εσωτερικό …
96επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …
97επαναστατώ — ( έω) [επαναστάτης] 1. κάνω επανάσταση*, εξεγείρομαι ζητώντας την ανεξαρτησία μου («οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον τών Τούρκων») 2. απειθαρχώ προς τους ανωτέρους, τους προϊσταμένους ή τους κηδεμόνες («οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν») 3.… …
98επιβεβαίωση — η (AM ἐπιβεβαίωσις) [επιβεβαιώνω] βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις νεοελλ. απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση τής ενοχής του») αρχ. εγγύηση, ασφάλεια …
99επιθορύβως — ἐπιθορύβως (Α) με θόρυβο, με ταραχή …
100επιτάραξις — ἐπιτάραξις, ἡ (Α) [επιταράσσω] διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.) …