ταραχῇ

  • 81αταραχώδης — ἀταραχώδης, ες (Α) αυτός που δεν υπόκειται σε ταραχή, γαλήνιος …

    Dictionary of Greek

  • 82αφλόμωτος — η, ο 1. (για ψάρια) αυτός που δεν φλομώθηκε, που δεν πιάστηκε με φλόμο 2. αυτός που δεν βρίσκεται σε σύγχυση ή ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 83αψιθυμία — Ισχυρή διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από α. χάνει την ψυχική του ισορροπία και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 84βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …

    Dictionary of Greek

  • 85διαιθύσσω — (Α) [αιθύσσω] 1. κινούμαι ορμητικά, εφορμώ 2. εκτινάσσω μτφ. αναταράζω, προκαλώ ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 86διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …

    Dictionary of Greek

  • 87διασκορπίζω — (AM διασκορπίζω) 1. σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασπείρω 2. κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω αρχ. 1. προκαλώ ταραχή ή σύγχυση σε κάποιον 2. σπέρνω ή λιχνίζω …

    Dictionary of Greek

  • 88διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …

    Dictionary of Greek

  • 89διαστροβώ — διαστροβῶ ( έω) (Α) 1. στριφογυρίζω 2. διασοβώ, προκαλώ απότομα ταραχή, φόβο, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη λ. για το διασοβώ] …

    Dictionary of Greek

  • 90διατροπή — διατροπή, η (Α) [διατρέπω] 1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή 2. αποτυχία, καταστροφή 3. δυσαρέσκεια 4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία 5. αποτροπή από σφάλμα …

    Dictionary of Greek