ταραχῇ
71αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …
72ανατυρβάζω — ἀνατυρβάζω (Α) αναταράζω, προκαλώ θόρυβο, ταραχή …
73ανεμοταραχή — η (Μ ἀνεμοταραχή καί χίδα) σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοζάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …
74ανησυχία — η (Μ ἀνησυχία) ταραχή, ψυχική αγωνία, φόβος νεοελλ. 1. θόρυβος, αναραταχή 2. σωματική στενοχώρια εξαιτίας αρρώστιας 3. πληθ. έφεση για επιστημονικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις …
75ανησυχητικός — ή, ό (και ανησυχαστικός) αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 …
76ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι …
77αντεμπλοκή — ἀντεμπλοκή, η (AM) 1. συνδυασμός, σύνθεση 2. (για φλέβες) διασταύρωση 3. σύγχυση, ταραχή …
78αποδιακλασμός — ἀποδιακλασμός, ο (Α) η διανοητική ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δια + κλασμός < κλω (κλάω) «σπάζω, αποκόβω, εξασθενώ»] …
79ασυντάρακτος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή 2. ο ψύχραιμος 3. ο αδιατάρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη] …
80αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… …