ταραχῇ

  • 61αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… …

    Dictionary of Greek

  • 62αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό …

    Dictionary of Greek

  • 63αναζέω — ἀναζέω (Α) 1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω 2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω 3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ. 4. κάνω κάτι να βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις μσν. ἀνάζεμα] …

    Dictionary of Greek

  • 64ανακίνηση — η (Α ἀνακίνησις) [ἀνακινῶ] κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις, ανατάραξη, ανάδευση νεοελλ. επαναφορά λησμονημένου θέματος στην επιφάνεια, μνεία αρχ. 1. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως προπαρασκευαστική άσκηση τής πυγμαχίας 2. προπαρασκευή …

    Dictionary of Greek

  • 65ανακατωσούρα — η [ανακάτωση] 1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία 2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων 3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς …

    Dictionary of Greek

  • 66ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 67αναλλώνω — και ανελλώνω 1. διαταράσσω την τάξη, προκαλώ ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 2. προκαλώ ταραχή και σύγχυση σε κάποιον, τόν κυνηγώ ή τόν διώχνω 3. προξενώ ενόχληση, ταράζω, ενοχλώ 4. (για δαιμόνια) βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. επίθ. ἄναλλος… …

    Dictionary of Greek

  • 68αναλοχή — η (Μ ἀναλοχή) θόρυβος, ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 69αναμιγίζω — [αναμιγή] 1. προξενώ ταραχή και σύγχυση, ταράζω, ενοχλώ 2. δέρνω, χτυπώ κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 70αναπτοώ — ἀναπτοῶ ( εω) και ποιητ. ἀναπτοιέω (Α) [πτοῶ] 1. κατατρομάζω κάποιον 2. παθ. κυριεύομαι από τρόμο ή ταραχή, τρομάζω, ταράζομαι …

    Dictionary of Greek