ταραχῇ

  • 51ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 52αγριομανητό — (I) το [αγριομανώ] άφθονη βλάστηση κλώνων και φύλλων. (II) το μεγάλος θόρυβος, μεγάλη ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + μάνητα] …

    Dictionary of Greek

  • 53αγριομανώ — (I) ( έω) (για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ. ΠΑΡ. αγριομανητό]. (II) ( έω) (για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη –… …

    Dictionary of Greek

  • 54αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …

    Dictionary of Greek

  • 55αδιάληπτος — ἀδιάληπτος, ον (Α) 1. (για λόγους) δυσδιάκριτος, συγκεχυμένος, ασαφής 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε ταραχή, σε σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλαμβάνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαληπτεύω, ἀδιαληψία] …

    Dictionary of Greek

  • 56αειτάραχος — η, ο και ος, ο (Μ ἀειτάραχος, ον) αυτός που ταράσσεται διαρκώς («αειτάραχος θάλασσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ταραχή] …

    Dictionary of Greek

  • 57ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 …

    Dictionary of Greek

  • 58αλάφιασμα — το [αλαφιάζω] ξάφνιασμα, ταραχή, τρομάρα …

    Dictionary of Greek

  • 59αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… …

    Dictionary of Greek

  • 60ανήσυχος — η, ο (Μ ἀνήσυχος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία 2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος 3. άτακτος 4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια 5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή… …

    Dictionary of Greek