ταραχῇ

  • 21κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 22μούλτος — μοῡλτος και μοῡρτος ὁ και τὸ (Μ) ταραχή, στασιαστική ενέργεια, επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumultus «ταραχή», με σίγηση τής αρκτικής συλλαβής tu . Ο τ. μοῦρτος σχηματίστηκε με τροπή τού λ σε ρ (πρβλ. κλίβανος: κρίβανος)] …

    Dictionary of Greek

  • 23μόθος — μόθος, ὁ (Α) 1. ταραχή πολέμου 2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη 3. (για άλογο) θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 24πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 25πυρικλόνος — ον, Α αυτός που ενοχλεί, που προκαλεί ταραχή με τη φωτιά την οποία εκπέμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλόνος «ταραχή, θόρυβος» (πρβλ. κεραυνο κλόνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 26σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 27συσσεισμός — ὁ, ΜΑ [συσσείω] κίνηση ή ταραχή τής γης ή τού αέρα, σεισμός ή καταιγίδα μσν. μτφ. ταραχή τού νου, ανησυχία τού πνεύματος …

    Dictionary of Greek

  • 28τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 29ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …

    Dictionary of Greek

  • 30ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… …

    Dictionary of Greek