ταραχῇ

  • 121καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 122καπνόσφαιρα — η (κατά τον μεσαίωνα) σφαίρα από στουπί την οποία βουτούσαν σε μίγμα εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί ταραχή από τον παραγόμενο καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. globe fumant. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 123καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …

    Dictionary of Greek

  • 124καρυκεία — καρυκεία, ἡ (AM) [καρυκεύω] 1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση 2. πλούτος, αφθονία αρχ. 1. παρασκεύασμα 2. ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 125καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 126καταταράζω — (Α καταταράσσω και καταταράττω) 1. ταράζω πάρα πολύ 2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω …

    Dictionary of Greek

  • 127κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 128κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή …

    Dictionary of Greek