ταραχῇ
111θορυβοποιός — ό (Α θορυβοποιός, όν) αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας νεοελλ. μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή τού κοινού με επιδεικτικές φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + ποιός (< ποιώ)] …
112θορυβοποιώ — (Α θορυβοποιῶ, έω) [θορυβοποιός] θορυβώ, προκαλώ θόρυβο, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή …
113θορύβηση — η [θορυβώ] το να θορυβείται κανείς, ταραχή, σύγχυση, έκπληξη, αναστάτωση, διαταραχή, ψυχική ανησυχία …
114θυελλίζω — (ΑΜ) [θύελλα] (απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. και παθ. παρακμ.) προκαλώ θύελλα, προκαλώ ταραχή …
115θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …
116θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …
117θύσις — και θῡσις, εως, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)] ταραχή, μανία («ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς», Πλάτ.) …
118κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] …
119κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… …
120κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …