ταραχῇ

  • 101επιταράσσω — ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α) 1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.) 2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 102επιτεταραγμένως — ἐπιτεταραγμένως (Μ) (επίρρ. από τη μτχ. τού παθ. παρακμ. τού επιταράσσω) ταραγμένα, σε σφοδρή ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 103επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 104ερεθιστής — ἐρεθιστής, ὁ (Α) [ερεθίζω] άνθρωπος που ερεθίζει, προκαλεί ταραχή, φαύλος, «αντάρτης», εριστικός («υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής», Φίλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 105ερωτοτρικυμία — η η ψυχική ταραχή λόγω ερωτικού πάθους …

    Dictionary of Greek

  • 106ζάλισις — και ζάλιση, ἡ (Μ) [ζαλίζω] ζαλάδα, ταραχή, σκοτοδίνη, ζάλη …

    Dictionary of Greek

  • 107ησκιώνω — [ήσκιος] 1. (μτβ. και αμετβ.) σκιάζω, απλώνω τη σκιά μου πάνω σε κάτι («η κληματαριά ησκιώνει την είσοδο») 2. (για σύννεφα) σκιάζω ή αποκρύπτω κάτι με τη σκιά μου 3. προκαλώ δυσάρεστη ατμόσφαιρα, καλύπτω κάτι με πέπλο ψυχικής ψυχρότητας («το… …

    Dictionary of Greek

  • 108ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 109θορυβητικός — θορυβητικός, όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ] αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ) …

    Dictionary of Greek

  • 110θορυβητό — το θόρυβος, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό, κυνηγ ητό)] …

    Dictionary of Greek