ταραχῇ

  • 11ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ταραχῶν — ταραχή disorder fem gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …

    Dictionary of Greek

  • 14φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …

    Dictionary of Greek

  • 15ανακάτωση — η (Μ ἀνακάτωση) 1. τάση για εμετό 2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή 3. φιλονικία, ραδιουργία 4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων τής φύσεως, μεταβολή τού καιρού προς το χειρότερο 5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 16ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 17ατάρακτος — και ατάραχος και ατάραγος, η, ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, ον) ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει 2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής αρχ. 1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός 2. αυτός που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 18εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια …

    Dictionary of Greek

  • 19θαλασσοταραχή — η ταραχή τής θάλασσας, τρικυμία, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 20θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …

    Dictionary of Greek