Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ταρακούνημα

  • 1 потрясение

    ουδ.
    1. κλονισμός, μεγάλη ταραχή•

    нравственное потрясение ηθικός κλονισμός•

    нервное потрясение νευρική ταραχή.

    2. τράνταγμα, ισχυρή δόνηση, ταρακούνημα•

    потрясение основ государства ο κλονισμός των θεμελίων του κράτους.

    Большой русско-греческий словарь > потрясение

См. также в других словарях:

  • ταρακούνημα — το, ατος δυνατό κούνημα από τα θεμέλια, συγκλονισμός: Τι ταρακούνημα έκανε ο σεισμός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταρακούνημα — το, Ν [ταρακουνώ] πολύ ισχυρό κούνημα, συγκλονισμός …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνισμός — ο (AM κλυδωνισμός) [κλυδωνίζομαι] το αποτέλεσμα τού κλυδωνίζομαι, ταρακούνημα («ὑπὸ τῶν τοῡ βίου κλυδωνισμῶν καταποντιζόμενοι») …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνισμός — ο το ταρακούνημα του πλοίου από θαλασσοταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»