ταράσσει

  • 1ταράσσει — ταράσσω stir pres ind mp 2nd sg ταράσσω stir pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …

    Dictionary of Greek

  • 3καταφωνώ — καταφωνῶ, έω (Α) 1. γεμίζω με τη φωνή μου, κάνω κάτι να αντηχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταφωνεῑ ταράσσει». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωνῶ «μιλώ, ηχώ» (< φωνή)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ορσίαλος — ὀρσίαλος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα) αυτός που κινεί, που ταράσσει τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + ἅλς, ἁλός «θάλασσα»] …

    Dictionary of Greek

  • 5ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …

    Dictionary of Greek

  • 6dhreu- —     dhreu     English meaning: to crumble, grind     Deutsche Übersetzung: with kons. extensions “zerbrechen, zerbröckeln”     Note: with it are probably linked from intransitive “ crumble “ explicable words for “tumble, fall down, trickle down “ …

    Proto-Indo-European etymological dictionary