ταπείνωμα
1ταπείνωμα — dejection neut nom/voc/acc sg …
2ταπείνωμα — το, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] νεοελλ. μσν. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη μσν. αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα 2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη …
3ταπεινωμάτων — ταπείνωμα dejection neut gen pl …
4ταπεινώμασι — ταπείνωμα dejection neut dat pl …
5ταπεινώμασιν — ταπείνωμα dejection neut dat pl …
6ταπεινώματα — ταπείνωμα dejection neut nom/voc/acc pl …
7ταπεινώματι — ταπείνωμα dejection neut dat sg …
8ταπεινώματος — ταπείνωμα dejection neut gen sg …
9Hypsoma — Exaltations (grün) und Depressionspunkte (rot) der sieben Planeten Hypsoma (babylonisch ašar nisirti oder bit nisirti „verborgener Ort“; griechisch ύ̓ψωμα „Erhöhung“; Plural Hypsomata) ist die griechisch astronomische Bezeichnun …
10κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …
- 1
- 2