ταξίαρχος
1ταξίαρχος — commander of a corps masc nom sg …
2ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… …
3ταξίαρχος — ο 1. ο διοικητής της ταξιαρχίας (βλ. λ.). 2. βαθμός ανώτατου αξιωματικού κατώτερος από το βαθμό του υποστράτηγου και ανώτερος από του συνταγματάρχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ταξιάρχω — ταξίαρχος commander of a corps masc nom/voc/acc dual ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc gen sg (attic epic ionic) …
5Таксиарх — (Ταξίαρχος) в древних Афинах второй после стратегов военный чин. Т. командовали отдельными полками (τάξεις) тяжелой пехоты и были подчинены стратегам; их было, по числу фил, 10. Подобно стратегам и гиппархам, Т. избирались на должность в народном …
6ταξιάρχοις — ταξίαρχος commander of a corps masc dat pl …
7ταξιάρχου — ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg ταξιάρχης masc gen sg …
8ταξιάρχους — ταξίαρχος commander of a corps masc acc pl …
9ταξιάρχων — ταξίαρχος commander of a corps masc gen pl …
10ταξιάρχῳ — ταξίαρχος commander of a corps masc dat sg …