τανυσϑείς
1τανυσθείς — τανύω stretch aor part pass masc nom/voc sg …
2μυώνας — ο (Α μυών) το μέρος τού σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος τού σώματος (α. «όλοι οι μυώνες τού προσώπου τού ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ. β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος… …