ταντάλειος
1Ταντάλειος — of masc nom sg …
2ταντάλειος — α, ο / ταντάλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταντάλεος, έα, ον, ΝΜ, θηλ. και ταντάλειος Α [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυθικό βασιλιά τής Φρυγίας Τάνταλο νεοελλ. παροιμ. φρ. «ταντάλειο μαρτύριο» λέγεται για αφόρητη δίψα που δεν… …
3Τανταλείων — Ταντάλειος of fem gen pl Ταντάλειος of masc/neut gen pl …
4Ταντάλειον — Ταντάλειος of masc acc sg Ταντάλειος of neut nom/voc/acc sg …
5Τανταλείου — Ταντάλειος of masc/neut gen sg …
6Τανταλείους — Ταντάλειος of masc acc pl …
7Τανταλείῳ — Ταντάλειος of masc/neut dat sg …
8Ταντάλειοι — Ταντάλειος of masc nom/voc pl …
9Τανταλεία — Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc/acc dual Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
10ταντάλεος — έα, ον, ΜΑ βλ. ταντάλειος …
- 1
- 2