τανταλίζω
1τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο …
2τανταλίζει — τανταλίζω wave about pres ind mp 2nd sg τανταλίζω wave about pres ind act 3rd sg …
3τανταλίζεσθαι — τανταλίζω wave about pres inf mp …
4τανταλίζεται — τανταλίζω wave about pres ind mp 3rd sg …
5ἐτανταλίχθη — τανταλίζω wave about aor ind pass 3rd sg …
6ἐταντάλιζεν — τανταλίζω wave about imperf ind act 3rd sg …
7τανταλούμαι — όομαι, Α τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)] …
8τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… …