ταμιεία
1ταμιεία — ταμιείᾱ , ταμιεία stewardship fem nom/voc/acc dual ταμιείᾱ , ταμιεία stewardship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ταμιείᾳ — ταμιείᾱͅ , ταμιεία stewardship fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) …
4ταμιεῖα — ταμιεῖον treasury neut nom/voc/acc pl …
5ταμιείας — ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem acc pl ταμιείᾱς , ταμιεία stewardship fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ταμιείαν — ταμιείᾱν , ταμιεία stewardship fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ταμιείη — ταμιεία stewardship fem nom/voc sg (epic ionic) …
8TAMIACA Praedia — rubr. C. de praed. tamiac. possessiones erant in Cappadocia, et domus propriae Patrimonii Principis; sic dictae, quod earum reditus deputati essent τῷ Ταμείω, i. e. Cubiculo et Cellario Sacro. Vide Ioh. Cuiacium, Novell. 50. Alciatum, Alios,… …
9ταμεία — ἡ, Α βλ. ταμιεία …
10ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… …
- 1
- 2