ταμία

  • 1ταμία — ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc/acc dual τάμιας one who carves and distributes masc voc sg ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (attic) ταμίᾱ , τάμιας one who carves and distributes masc gen sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ταμίᾳ — ταμίαι , τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμίαι , ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] …

    Dictionary of Greek

  • 4ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ταμίαν — ταμίᾱν , τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (attic epic doric aeolic) τάμιας one who carves and distributes masc acc sg ταμίᾱν , ταμία housekeeper fem acc sg (attic doric aeolic) ταμίᾱν , ταμίας masc acc sg (attic epic doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …

    Dictionary of Greek

  • 7ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία …

    Dictionary of Greek

  • 9αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …

    Dictionary of Greek

  • 10κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …

    Dictionary of Greek