ταλαιπωρία
1ταλαιπωρία — ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc/acc dual ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ταλαιπωρίᾳ — ταλαιπωρίαι , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος …
5ταλαιπωρίας — ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem acc pl ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ταλαιπωρίαι — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ταλαιπωρίαν — ταλαιπωρίᾱν , ταλαιπωρία hard labour fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ταλαιπωριέων — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl (epic ionic) ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
9ταλαιπωριῶν — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
10ταλαιπωρίαις — ταλαιπωρία hard labour fem dat pl …