ταλαιπωρίη
1ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ταλαιπωρίῃ — ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (epic ionic) …
3ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος …