τακτοποιώ

  • 71εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …

    Dictionary of Greek

  • 72θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …

    Dictionary of Greek

  • 73θεματίζω — (AM) [θέμα] (μσν) 1. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω 2. αστρολ. προλέγω τα μέλλοντα τής ζωής κάποιου από το ζώδιο του 3. (νομ.) ορίζω, προσδιορίζω δικαστική υπόθεση αρχ. 1. καταθέτω με τόκο, αποταμιεύω χρήματα 2. βάζω κάτι στην αρμόζουσα θέση, τακτοποιώ… …

    Dictionary of Greek

  • 74ικανώ — (ΑΜ ἱκανῶ, όω, Μ και έω) [ικανός] (νεοελλ. μσν.) 1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον 2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον 3. επαρκώ, είμαι αρκετός 4. τακτοποιώ 5. συμπληρώνω 6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον 7. αποζημιώνω μσν. 1. μέσ. ἱκανοῡμαι, όομαι α)… …

    Dictionary of Greek

  • 75κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 76καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …

    Dictionary of Greek

  • 77κακοσοθεμένος — η, ο κακοφτειαγμένος («τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + σοθεμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σοθέτω* (πιθ. < συνθέτω) «τακτοποιώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 78καλοβάζω — 1. τακτοποιώ κάτι καλά, βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση 2. φορώ κάτι με τον πιο καλό ή πιο κομψό τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 79καλοβολεύω — βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά …

    Dictionary of Greek

  • 80καλοθέτω — διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω …

    Dictionary of Greek