τακτοποιώ
61εξαρκής — ἐξαρκής, ές (Α) 1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῡτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρκής, πρβλ. επ αρκής (< άρκος)] …
62εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …
63εξομαλύνω — 1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος») 2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών») 3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (<… …
64ευθειάζω — (Μ εὐθειάζω) κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, τό ισιώνω μσν. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. τακτοποιώ 3. επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. τού ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > *φθειάζω με σίγηση τού αρχικού προτονικού… …
65ευθετίζω — (ΑΜ εὐθετίζω) [εύθετος] τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ αὖτ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ. β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.) νεοελλ. (για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση τού ανέμου μσν. 1 …
66ευθημονούμαι — εὐθημονοῡμαι, έομαι (ΑΜ, Μ και εὐθημονῶ, έω) [ευθήμων] 1. τακτοποιώ, ευθετώ («εὐθημονεῑσθαι τὰ κατὰ τὰς αὑτῶν οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. βρίσκομαι στην κατάλληλη θέση …
67ευμορφαρδινιασμένος — εὐμορφαρδινιασμένος, η, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται σε καλή διάταξη, σε σωστή τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *ευμορφα ρδινιάζομαι < εύμορφα (< εύμορφος) + ορδινιάζομαι «τακτοποιώ» (< λατ. ordo, inis «τάξη»)] …
68ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …
69ευπρεπίζω — (ΑΜ εὐπρεπίζω) [ευπρεπής] κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω μσν. μέσ. εὐπρεπίζομαι 1. είμαι προικισμένος με κάτι 2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος …
70ευρυθμώ — εὐρυθμῶ, έω (Μ) [εύρυθμος] 1. ευαρμονίζω 2. ρυθμίζω καλά, τακτοποιώ …