τακτοποιώ

  • 51διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 52διοργανώνω — (AM διοργανῶ, όω) τακτοποιώ, διατάσσω κατάλληλα τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό σύνολο νεοελλ. προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση, επιχείρηση αρχ. διοργανοῡμαι (για έμβρυο) αποκτώ όργανα …

    Dictionary of Greek

  • 53διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …

    Dictionary of Greek

  • 54εγκοσμώ — ἐγκοσμῶ ( έω) (Μ) στολίζω αρχ. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 55εκκαθαίρω — ἐκκαθαίρω (AM) 1. καθαρίζω εντελώς 2. απαλλάσσω κάποιον από κάποιον ή από κάτι («πονηρίας ἐκκαθαρθῆναι τὴν πόλιν») 3. εξαγνίζω αρχ. 1. καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες 2. (για δάνεια) τακτοποιώ, εξοφλώ 3. εκβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 56εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 57εκτάσσω — ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α) 1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη 2. καταγράφω σε καταλόγους 3. γράφω, χαράζω 4. καταγράφω τους φόρους 5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω …

    Dictionary of Greek

  • 58ενδιατάσσω — ἐνδιατάσσω (Α) διατάσσω, τακτοποιώ σ έναν χώρο …

    Dictionary of Greek

  • 59ενδιατίθεμαι — ἐνδιατίθεμαι (Α) 1. τακτοποιώ 2. εκθέτω, αναπτύσσω («οἷς ἐνδιαθήσονται τὸ εὐχάριστον», Φίλ.) 3. είμαι, γίνομαι ενδιάθετος …

    Dictionary of Greek

  • 60ενσχηματίζω — ἐνσχηματίζω (Α) [σχηματίζω] τακτοποιώ, τοποθετώ στη σειρά …

    Dictionary of Greek