τακτοποιώ

  • 41διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 42διανεύω — (AM διανεύω) [νεύω] κάνω νεύματα με το κεφάλι ή τα χέρια, γνέφω νεοελλ. 1. κινώ 2. τακτοποιώ, διαχειρίζομαι 3. σχετίζομαι αρχ. μσν. ( ομαι) 1. περνώ τον καιρό μου 2. συμπεριφέρομαι αρχ. αποφεύγω …

    Dictionary of Greek

  • 43διαρμίζω — 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω 2. σαρώνω 3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο …

    Dictionary of Greek

  • 44διαρρυθμίζω — (Α διαρρυθμίζω) διευθετώ, τακτοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 45διασκευάζω — (Α διασκευάζω) 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω νεοελλ. επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα αρχ. 1. εφοδιάζω 2. στολίζω 3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα 4. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46διασκευωρώ — διασκευωρῶ ( έω) (Α) τακτοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 47διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… …

    Dictionary of Greek

  • 48διαταγεύω — (Α) [ταγεύω] τακτοποιώ, διευθετώ …

    Dictionary of Greek

  • 49διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …

    Dictionary of Greek

  • 50διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές …

    Dictionary of Greek