τακτοποιώ
31αποσιάζω — [σιάζω] 1. αποκαθιστώ στη σωστή θέση, τακτοποιώ 2. ( ομαι) περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι …
32αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …
33ατακτοποίητος — και αταχτοποίητος, η, ο ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη] …
34βραβεύω — (AM βραβεύω) [βραβεύς] απονέμω βραβείο, ανταμείβω αρχ. 1. κρίνω, αποφασίζω για κάτι 2. διευθύνω, τακτοποιώ …
35γλυκοσοθεμένος — η, ο 1. καμωμένος με γλύκα, όμορφος 2. (για λόγια) γλυκός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σοθέτω «τακτοποιώ»] …
36διέπω — (AM διέπω) [έπω] διευθύνω, διοικώ, τακτοποιώ νεοελλ. ρυθμίζω, κανονίζω αρχ. 1. διαχειρίζομαι 2. περνώ ανάμεσα 3. διαπερνώ, διασχίζω, διαπλέω 4. μέσ. ασχολούμαι …
37διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …
38διακανονίζω — ρυθμίζω, διευθετώ, τακτοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
39διακοσμώ — (AM διακοσμῶ, έω) 1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο 2. καλλωπίζω, στολίζω 3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα αρχ. 1. τακτοποιώ 2. ρυθμίζω, κανονίζω 3. (στους Στωικούς)… …
40διαμορφώνω — (Α διαμορφῶ, όω) 1. δίνω μορφή και σχήμα σε κάτι, σχηματίζω 2. διαπλάθω ηθικά ή πνευματικά αρχ. διευθετώ, τακτοποιώ …