τακτοποιώ

  • 21χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 22βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 23-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …

    Dictionary of Greek

  • 24ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 25αναμαζεύω — 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ 3. (για μακριά ρούχα) ανασύρω, ανασηκώνω …

    Dictionary of Greek

  • 26αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… …

    Dictionary of Greek

  • 27αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28αναμεριάζω — [ανάμερα] 1. τακτοποιώ, συγυρίζω 2. απομακρύνομαι λίγο από τη θέση μου, αποσύρομαι, παραμερίζω 3. κλίνω, γέρνω προς το ένα μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 29ανασκιράω — ξανατοποθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 30αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …

    Dictionary of Greek