τακτοποιώ
121προσκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.) 2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον 3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.) …
122προσυντάσσω — Α [συντάσσω] 1. συντάσσω, κατατάσσω προηγουμένως («προσυντάσσειν στρατιώτην ἐσδραμεῑν», Πολύαιν.) 2. μέσ. προσυντάσσομαι τακτοποιώ προηγουμένως («προσυντάξασθαι τὰς δυνάμεις», Ιώσ.) 3. παθ. συνθέτομαι προηγουμένως («προσυντεταγμέναι βίβλοι», Βέττ …
123προρρυθμίζω — Α ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι από πριν …
124ρεγουλάρω — και ρεγολάρω Ν τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regolar < λατ. regulo «κανονίζω»] …
125σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται …
126σάκτρα — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «φορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] …
127σάκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τωρ… …
128σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …