-
1 ταινία
[тэниа] ουσ. Θ. кинофильм, (ιατρ.) ленточный глист, солитёр.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταινία
-
2 лента
-ы θ.1. ταινία• κορδέλα•шёлковая лента μεταξωτή ταινία•
лента к ордену ταινία παρο, -σήμου•
изоляционная лента μονωτική ταινία•
телеграфная лента τηλεγραφική ταινία.
2. μτφ. ελικοειδές σχήμα•лента реки η κορδέλα, του ποταμού, ο οφιοειδής ποταμός•
лента дороги οφιοειδής οδός.
3. (τεχ.) λωρί, λουρί, ιμάντας.εκφρ.кинематографическая лента – κινηματογραφική ταινία•пулемётная лента – ταινία πολυβόλου. -
3 фильм
фильмм ἡ ταινία, τό φίλμ:звуковой \фильм ἡ ὀμιλοῦσα ταινία· художественный \фильм τό καλλιτεχνικό φίλμ, ἡ καλλιτεχνική ταινία· документальный \фильм τό ντοκουμαν-τέρ· хроникальный \фильм τά κινηματογραφικά χρονικά· мультипликационный \фильм τό μἰκυ-μάους· короткометражный \фильм ἡ ταινία μικροῦ μετράζ· полнометражный \фильм κανονικής διαρκείας· широкоэкранный \фильм τό φίλμ σινεμασκόπ· стереоскопический \фильм ἡ στερεοσκοπική ταινία· цветной \фильм τό ἔγχρωμο φίλμ, ἡ ἔγχρωμη ταινία· снимать \фильм γυρίζω φίλμ. -
4 лента
лент||аж в разн. знач. ἡ κορδέλλα, ἡ λουρίδα, ἡ ταινία / ἡ ταινία παρασήμου (знак отличия):пулеметная \лента ἡ ταινία πολυβόλου· изоляционная \лента ἡ μονωτική ταινία· телеграфная \лента ἡ τηλεγραφική ταινία· гу́сеничная \лента ἡ ἐρπύστρια. -
5 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
6 пленка
пленк||аж1. (тонкая кожица) τό ὑμένιον, ὁ ὑμήν2. (на молоке и т. п.) ἡ πέτσα, ὁ ἐπίπαγος, ἡ τσίπα·3. бот. τό λέπυρο[ν]·4. кино, фото τό φίλμ, ἡ ταινία:магнитофонная \пленка ἡ ταινία μαγνητοφώνου· записывать на \пленкау ἡχογραφώ σέ ταινία. -
7 плёнка
-и θ.1. υμένας• μεμβράνα. || στρώμα•тонкая плёнка пыли λεπτό στρώμα σκόνης.
2. ταινία•фотографическая плёнка φωτογραφικά ταινία (φιλμ)•
магнитофонная плёнка ταινία μαγνητόφωνου•
киниматографическая плёнка κινηματογραφική ταιν ία.
-
8 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
9 кинофильм
η (κινηματογραφική) ταινία, το έργο, το φιλμ (ξεν.)документальный - το ντοκιμαντέρ (ξεν.)художественный - η ταινία, το έργοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кинофильм
-
10 лента
η ταινία, ο ιμάνταςτο λουρίпробная (тлф.) - δοκιμαστική -программная вчт. - του προγράμματοςпустая - вчт. κενή -сантиметровая - η μετρική ταινία, разг. η μεζούραтормозная - ο ιμάντας φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лента
-
11 ленточный
1. (сделанный из ленты) από ταινίααπό κορδέλα2. тех. με ιμάντα 3. (имеющий вид, форму ленты) ται-νιοειδής, ταινιόμορφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ленточный
-
12 микалента
η ταινία μαρμαρυγίας, η ταινία μίκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микалента
-
13 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
14 демонстрировать
демонстрировать 1) διαδηλώνω 2) (показывать) επιδείχνω; \демонстрировать фильм προβάλλω ταινία* * *1) διαδηλώνω2) ( показывать) επιδείχνωдемонстри́ровать фильм — προβάλλω ταινία
-
15 картина
-
16 лента
лента ж η ταινία, η κορδέλα· магнитофонная \лента η μαγνητοταινία* * *жη ταινία, η κορδέλαмагнитофо́нная ле́нта — η μαγνητοταινία
-
17 плёнка
плёнка ж το φιλμ* η ταινία· магнитофонная \плёнка η μαγνητοταινία* * *жτο φιλμ; η ταινίαмагнитофо́нная плёнка — η μαγνητοταινία
-
18 серия
серия ж η σειρά· фильм в двух \сериях η ταινία σε δυο εποχές* * *жη σειράфильм в двух се́риях — η ταινία σε δυο εποχές
-
19 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
20 фильм
фильм м το φιλμ, η ταινία; художественный \фильм το καλλιτεχνικό φιλμ; короткометражный \фильм το φιλμ μικρός διαρκείας· мультипликационный \фильм το μίκι-μάους* * *мτο φιλμ, η ταινίαхудо́жественный фильм — το καλλιτεχνικό φιλμ
короткометра́жный фильм — το φιλμ μικρές διαρκείας
мультипликацио́нный фильм — το μίκι-μάους
См. также в других словарях:
ταινία — ταινίᾱ , ταινία band fem nom/voc/acc dual ταινίᾱ , ταινία band fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ταινίον small band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
ταινίᾳ — ταινίαι , ταινία band fem nom/voc pl ταινίᾱͅ , ταινία band fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινία — η 1. στενή και μακρουλή λουρίδα (υφάσματος, δέρματος, χαρτιού), κορδέλα. 2. ό,τι έχει μορφή ταινίας: Ταινία γης (στενόμακρο μέρος γης). 3. είδος παράσιτου που ζει στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων: Έχει ταινία και είναι άρρωστος. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταινία μεταφοράς — Πρακτικό μέσο μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο ή από ένα διαμέρισμα σε άλλο, που χρησιμοποιείται σε διάφορα εργοστάσια για τη μεταφορά προϊόντων ή υλών χρήσιμων για την κατασκευή προϊόντων ή κονσερβών. Οι αρχές στις οποίες βασίζεται η κατασκευή… … Dictionary of Greek
μαγνητική ταινία — Εύκαμπτη ταινία καλυμμένη από τη μία όψη με επίστρωση που μπορεί να μαγνητιστεί. Πάνω στην επίστρωση αυτή αποθηκεύονται αναλογικά ή ψηφιακά δεδομένα κατά μήκος ιχνών. Στην περίπτωση των αναλογικών δεδομένων η μ.τ. χρησιμοποιείται για καταγραφή… … Dictionary of Greek
ταινίας — ταινίᾱς , ταινία band fem acc pl ταινίᾱς , ταινία band fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… … Dictionary of Greek
ταινίαι — ταινία band fem nom/voc pl ταινίᾱͅ , ταινία band fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποχο — Ταινία από δέρμα ή ύφασμα, που χρησιμεύει για τη συγκράτηση της σέλας (εφιππίου) στη ράχη του αλόγου. Το πλάτος της ταινίας διαφέρει, ανάλογα με το είδος της σέλας, τη διακόσμησή της και τους πρακτικούς σκοπούς της ε. * * * το (Α ἔποχον) [επ έχω] … Dictionary of Greek
ταινίαν — ταινίᾱν , ταινία band fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)