τί τού λες

  • 1λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… …

    Dictionary of Greek

  • 2λες — και λαις, το γεωλ. ασβεστούχος πηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. loss, παρλλ. τ. τού losch < γερμ. διαλεκτ. τ. losch «χαλαρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 3κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 4νιώθω — και νιώνω ένιωσα 1. καταλαβαίνω με τις αισθήσεις, αισθάνομαι: Και η θάλασσα η πλατιά, δίχως μάτια δίχως φτιά, όταν νιώσει το αργό μου βήμα, ησυχάζει πια το κύμα (Βιζυηνός). 2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5βλάκας — ο ανόητος, μωρός, ηλίθιος, άνθρωπος με χαμηλό νοητικό επίπεδο: Δεν πρόκειται να καταλάβει αυτά που του λες, γιατί είναι βλάκας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6διυλίζω — διύλισα, διυλίστηκα, διυλισμένος 1. διηθώ υγρό, το καθαρίζω από ξένες ουσίες, φιλτράρω, λαγαρίζω: Το πετρέλαιο καύσης είναι διυλισμένο. 2. μτφ., εξετάζω εξονυχιστικά, αναλύω σε βάθος: Γίνεται κουραστικός, γιατί διυλίζει ό,τι του λες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 7λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… …

    Dictionary of Greek

  • 9αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 10δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …

    Dictionary of Greek