τί τού λες

  • 71Liste der griechischen Beiträge beim Eurovision Song Contest — Bilanz Übertragende Rundfunkanstalt ERT Erste Teilnahme 1974 Anzahl der Teilnahmen 30 Höchste Platzierung 1 (2005) Höchste Punktzahl 252 (2004) Niedrigste Punktzahl 10 (1988) Punkteschnitt (seit erstem Beitrag) 72,38 Punkteschnitt pro… …

    Deutsch Wikipedia

  • 72Grecia en el Festival de la Canción de Eurovisión — Grecia Estación miembro ERT Final Nacional Apariciones …

    Wikipedia Español

  • 73Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года …

    Википедия

  • 74ξέρασμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξερνώ, ο εμετός, το ξερατό 2. συν. στον πληθ. τα ξεράσματα μτφ. λόγια και πράξεις που προκαλούν αηδία («τί ξεράσματα είναι αυτά που μού λές») 3. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) αντιπαθητικό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 75πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 76εξογκώνω — εξόγκωσα, εξογκώθηκα, εξογκωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ογκώδες, το αυξάνω σε όγκο. 2. πρήζω, φουσκώνω: Απ το απόστημα του δοντιού εξογκώθηκε το μάγουλό του. 3. μτφ., μεγαλοποιώ κάτι, το παραφουσκώνω, το παραμεγαλώνω: Πολύ εξογκωμένα μας τα λες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 77θέμα — το, ατος 1. ζήτημα, πρόβλημα: Το θέμα εξετάστηκε από όλες τις πλευρές. – Αυτά που λες είναι εκτός θέματος. 2. υπόθεση κάποιου έργου, μύθος: Δεν κατάλαβε ποιο ήταν το θέμα αυτού του έργου. 3. το μέρος της λέξης που απομένει αν αφαιρέσουμε την… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 78Os Ton Paradeiso — Ως Τον Παράδεισο Studio album by Keti Garbi Released 1993 Recorded 1993 …

    Wikipedia

  • 79έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …

    Dictionary of Greek

  • 80ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) …

    Dictionary of Greek