τί καλά
1Καλά — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2κάλα — κάλᾱ , κάλη fem nom/voc/acc dual κάλᾱ , κάλη fem nom/voc sg (doric aeolic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc/acc dual (attic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3καλά — επίρρ. τροπ. 1. ακριβώς, σωστά: Καλά είπες το μάθημα. 2. εντελώς, τέλεια: Πρέπει να ψηθούν καλά οι μπριζόλες. 3. δυνατά, στερεά: Σφίξε καλά τη ζώνη σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija …
6κάλᾳ — κάλαι , κάλη fem nom/voc pl κάλᾱͅ , κάλη fem dat sg (doric aeolic) κά̱λᾱͅ , κήλη tumour fem dat sg (attic doric aeolic) …
7Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …
8Καλά Νερά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 723 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στην ακτή του Παγασητικού κόλπου, 19 χλμ. ΝΑ της πόλης του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλεών …
9Καλᾷ — Καλή fem dat sg (doric aeolic) …
10καλᾷ — καλός beautiful fem dat sg (doric aeolic) …