τίω δέ μιν ἐν κᾰρὸς αἴσῃ
1(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …
2καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …